στυλοκέφαλο

στυλοκέφαλο
[стилокэфало] ουσ. о. (αρχιτ.) капитель,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "στυλοκέφαλο" в других словарях:

  • στυλοκέφαλο — το, Ν κορυφή κίονα, κεφάλι στύλου, κιονόκρανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στύλος + κεφάλι] …   Dictionary of Greek

  • στύλος — Πεδινός οικισμός (296 κάτ., υψόμ. 40 μ.), στην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 448 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, το Πρόβαρμα (72 κάτ., υψόμ. 100 μ.), ο Σαμωνάς… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»